Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίομβρος — δίομβρος, ον (Α) [όμβρος] 1. βρεγμένος από τη βροχή 2. βροχερός … Dictionary of Greek
διόμβρους — δίομβρος wet through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)